-
1 Τρόπος του λέγειν
• Пустая болтовняИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τρόπος του λέγειν
-
2 τρόπος
A turn, direction, way,διώρυχες παντοίους τρόπους ἔχουσαι Hdt.2.108
;διώρυχας τετραμμένας πάντα τ. Id.1.189
, cf. 199: but,II commonly, way, manner, fashion, guise, τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι going on as we are, ib.97;τ. ὑποδημάτων Κρητικός Hp.Art.62
;πᾶς τ. μορφῆς A.Eu. 192
;τίς ὁ τ. τῆς ξυμφορᾶς; S. OT99
;ἀσκεῖν τὸν υἱὸν τὸν ἐπιχώριον τ. Ar.Pl.47
;ὁ αὐτός που τ. τέχνης ἰατρικῆς ὅσπερ καὶ ῥητορικῆς Pl.Phdr. 270b
; tenor, of documents, PGen.16.11 (iii A. D.), etc.: also in Pl., κεχώρισται τοὺς τ. in its ways, in its kind, Hdt.4.28;ψυχῆς τρποι Pl.R. 445c
, etc.;οἱ περὶ τὴν ψυχὴν τ. Arist.HA 588a20
:—in various adverbial usages:1 dat.,τίνι τρόπῳ;
how?A.
Pers. 793, S.OT10, E.Ba. 1294;τῷ τ.; S.El. 679
, E. Hipp. 909, 1008;ποίῳ τ.; A.Pr. 763
, etc.; τοιούτῳ τ., τ. τοιῷδε, Hdt. 1.94, 3.68;ἄλλῳ τ. Pl.Phdr. 232b
, etc.; ἑνί γέ τῳ τ. in one way or other, Ar.Pl. 402, Pl.Men. 96d; παντὶ τ. by all means, A.Th. 301 (lyr.), Lys.13.25; οὐδενὶ τ., μηδενὶ τ., in no wise, by no mdans, on no account, Hdt.4.111, Th.6.35, Pl.Cri. 49a, etc.; ἑκουσίῳ τ. willingly, E. Med. 751; τρόπῳ φρενός by way of intelligence, i.e. in lieu of the intelligence which is lacking to the child, A.Ch. 754 (s. v.l.): poet. in pl.,τρόποισι ποίοις; S.OC 468
; τρόποισιν οὐ τυραννικοῖς not after the fashion of.., A.Ch. 479;ναυκλήρου τρόποις S.Ph. 128
.2 abs. in acc.,τίνα τρόπον;
how?Ar.
Nu. 170, Ra. 460; τ. τινά in a manner, E.Hipp. 1300, Pl.R. 432e; τοῦτον τὸν τ., τόνδε τὸν τ., Id.Smp. 199a, X.An. 1.1.9;ὃν τ.
how,D.H.
3.8; as, LXXPs.41(42).1;τ. τὸν αὐτόν A.Ch. 274
;πάντα τ. Ar.Nu. 700
(lyr.), etc.;μηδένα τ. X.Mem.3.7.8
; τὸν μέγαν τ., οὐ σμικρὸν τ., A.Th. 284, 465;τὸν Ἀργείων τ. Pi.I.6(5).58
;Σαμιακὸν τ. Cratin.13
; βάρβαρον τ. ( βρόμον ex Sch. Schütz) in barbarous guise or fashion, A.Th. 463; πίτυος τρόπον after the manner of a pine, Hdt.6.37; ὄρνιθος τ. like a bird, Id.2.57, cf. A.Ag.49 (anap.), 390 (lyr.), etc.; later,ἐς ὄρνιθος τ. Luc.Halc.1
, cf. Bis Acc.27: rarely in pl., πάντας τρόπους in all ways, Pl.Phd. 94d.3 with Preps., τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον in way of praise, Pi.O.10(11).77:—δι' οὗ τρόπου Men.539.6
;διὰ τοιούτου τ. D.S.1.66
:—ἐς τὸν νῦν τ. Th.1.6
;εἰς τὸν αὐτὸν τ. μετασκευάσαι X.Cyr.6.2.8
; ἐς ὄρνιθος τ. (v. supr.2):—ἐκ παντὸς τ. Id.An.3.1.43
, Isoc.4.95, etc.;ἐξ ἑνός γέ του τ. Ar.Fr. 187
, Th.6.34;μηδὲ ἐξ ἑνὸς τ. Lys.31.30
;μηδ' ἐξ ἑνὸς τ. Isoc.5.3
:—ἐν τῷ ἑαυτῶν τ. Th.7.67
, cf. 1.97, etc.;ἐν τρόπῳ βοσκήματος Pl.Lg. 807a
: in pl., γυναικὸς ἐν τρόποις, ἐν τ. Ἰξίονος, A.Ag. 918, Eu. 441:—κατὰ τὸν αὐτὸν τ. X.Cyr.8.2.5
;κατὰ πάντα τ. Ar.Av. 451
(lyr.), X.An. 6.6.30, etc.;κατ' οὐδένα τ. Plb.4.84.8
, etc.;κατ' ἄλλον τ. Pl.Cra. 417b
;κατὰ τὸν Ἑλληνικὸν τ. X.Cyr.2.2.28
: in pl., κατὰ πολλοὺς τ. ib.8.1.46, etc.:—μετὰ ὁτουοῦν τ. in any manner whatever, Th.8.27:—ἑνὶ σὺν τ. Pi.N.7.14
.4 κατὰ τρόπον,a according to custom,κατὰ τὸν τ. τῆς φύσεως Pl.Lg. 804b
; opp.παρὰ τὸν τ. τὸν ἑαυτῶν Th.5.63
, cf. Antipho 3.2.1.b fitly, duly, Epich.283, Isoc. 2.6, Pl.Plt. 310c, etc.;οὐδαμῶς κατὰ τ. Id.Lg. 638c
; opp. unreasonable, absurd,Id.
Cra. 421d, Tht. 143c, etc.; soθαυμαστὸν οὐδὲν οὐδ' ἀπὸ τοῦ ἀνθρωπείου τ. Th.1.76
.III of persons, a way of life, habit, custom, Pi.N.1.29; μῶν ἡλιαστά; Answ.μἀλλὰ θατέρου τ. Ar. Av. 109
;ἐγὼ δὲ τούτου τοῦ τ. πώς εἰμ' ἀεί Id.Pl. 246
, cf. 630.2 a man's ways, habits, character, temper, ὀργὴν καὶ ῥυθμὸν καὶ τ. ὅστις ἂν ᾖ (v.l. ὅντιν' ἔχει) Thgn.964; τρόπου ἡσυχίου of a quiet temper, Hdt.1.107, cf. 3.36;φιλανθρώπου τ. A.Pr.11
;γυναικὶ κόσμος ὁ τ., οὐ τὰ χρυσία Men.Mon.92
;οὐ τὸν τ., ἀλλὰ τὸν τόπον μόνον μετήλλαξεν Aeschin.3.78
; τρόπου προπέτεια, ἀναίδεια, D.21.38, 45.71;ἀφιλάργυρος ὁ τ. Ep.Hebr.13.5
:—οὐ τοὐμοῦ τ. Ar.V. 1002
; σφόδρ' ἐκ τοῦ σοῦ τ. quite of your sort, Id.Th.93; ξυγγενεῖς τοὐμοῦ τ. ib. 574:— πρὸς τρόπου τινός agreeable to one's temper, Pl.Phdr. 252d, cf. Lg. 655d;πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου X.An.1.2.11
:—opp.ἀπὸ τρόπου Pl.Phdr. 278d
, R. 470c:—after Adjs.,διάφοροι ὄντες τὸν τ. Th.8.96
;σολοικότερος τῷ τ. X.Cyr.8.3.21
:—esp. in pl., Pi.P.10.38, S.El. 397, 1051; σκληρός, ἀμνοὶ τοὺς τρόπους, Ar. Pax 350, 935;σφόδρα τοὺς τ. Βοιώτιος Eub.39
;πουλύπους ἐς τοὺς τ. Eup.101
;μεθάρμοσαι τ. νέους A.Pr. 311
;τοὺς φιλάνορας τ. Id.Ag. 856
;νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τ. S.Aj. 736
;τοῖς τρόποις ὑπηρετεῖν Ar.Ra. 1432
; opp. νόμοι, Th.2.39;ἤθη τε καὶ τ. Pl.Lg. 924d
.IV in Music, like ἁρμονία, a particular mode,Αύδιος τ. Pi.O.14.17
; but more generally, style, νεοσίγαλος τ. ib.3.4;ὁ ἀρχαῖος τ. Eup.303
; ᾠδῆς τρόπος, μουσικῆς τρόποι, Pl.R. 398c, 424c; διθυραμβικοὶ τ. (distd. fr. ἦθος) Phld.Mus.p.9K.;ὁ ἁρμονικὸς τῆς μουσικῆς τ. Aristid.Quint.1.12
, cf. 2.1; of art in general,πάντες τῆς εἰκαστικῆς τ. Phld.Po.5.7
.V in speaking or writing, manner, style,ὁ τ. τῆς λέξεως Pl.R. 400d
, cf. Isoc.15.45: esp. in Rhet. in pl., tropes, Trypho Trop.tit., Cic.Brut.17.69, Quint.Inst.8.6.1.VI in Logic, mode or mood of a syllogism, Stoic.3.269, cf. 1.108, 2.83: more generally, method of instruction or explanation,ὁ ἄνευ φθόγγων τ. Epicur.Ep.1p.32U.
; ὁ μοναχῇ τ. the method of the single cause, opp. ὁ πλεοναχὸς τ. the method of manifold causes, Id.Ep.2p.41U.; mode of inference, ὁ κατὰ τὴν ὁμοιότητα τ., opp. ὁ κατ' ἀνασκευὴν τ. τῆς σημειώσεως, Phld.Sign.30,31;αἰτιολογικὸς τ. Epicur.Nat. 143
G. -
3 τρόπος
τρόπος, ὁ, eigtl. Wendung, διώρυχες παντοίους τρόπους ἔχουσαι Her. 2, 108; gew. Art u. Weise, Gebrauch, Sitte, Landesart, und vom einzelnen Menschen, Lebens-, Sinn esart, Charakter, eigtl. die ganze Art, wie Einer sich zu wenden od. zu betragen pflegt; Pind. öfter: τὸν ἐγκώμιον ὀμφὶ τρόπον Ol. 11, 77; τὸν Ἀργείων τρόπον εἰρήσεται I. 5, 58; νεοσί. γαλον εὑρόντι τρόπον Ol. 3, 4, u. öfter; Her. vom Charakter des seythischen Winters, 4, 28 u. öfter; γυναικὸς ἐν τρόποις, Aesch. Ag. 892; φιλανϑρώπου δὲ παύεσϑαι τρόπο, Prom. 11. 28; τοὺς φιλάνορας τρόπους, Ag. 830; νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τρόποις, Soph. Ai. 723; τούτου τοῦ τρόπου εἰμί, von diesem Charakter, Ar. Plut. 246; ἐπιχώριος, 47; σκληρὸς τοὺς τρόπους, Pax 350; ἀμνοὶ τοὺς τρόπους, 901; ὑπηρετεῖν τοῖς τρόποις τινός, Ran. 1428; οἶσϑα γάρ που τὸν ἄνδρα καὶ τὸν τρόπον αὐτοῦ, Plat. Phaed. 59 a; ὅσοι ἂν τοὺς παῖδας ϑρέψωνται ἐν τοῖς σφετέροις τρόποις καὶ νόμοις, Rep. VII, 541 a; βλέπων εἰς ἤϑη τε καὶ τρόπους, Legg. XI, 924 d, u. öfter. Gew. im plur. in der Bdtg Charakter, s. Krüger Xen. An. 1, 9, 22; ἡ ἀκακία τοῦ τρόπο, Dem. 59, 83; δι' ἀπληστίαν τρόπων, 24, 173; οἱ νόμοι οἱ τρόποι τῆς πόλεως, ib. 210; παρὰ τὸν ἄλλον τρόπον, gegen meinen sonstigen Charakter, Antipho 3 β 1. – Uebh. Art und Weise; τρόπῳ τοιῷδε, auf solche Weise, Her. 3, 68; οὐδενὶ τρόπῳ, auf keine Weise, 4, 111; ὅτῳ τρόπῳ, Aesch. Prom. 87; παντὶ τρόπῳ, auf alle Weise, Spt. 283; Soph. O. R. 10 u. oft, wie Folgde; Plat. Conv. 176 b; – τὸν αὐτὸν τρόπον, auf dieselbe Weise, Aesch. Spt. 628 Ch. 272; τίνα τρόπον; auf welche Weise? Dem. 1, 2; πάντα τρόπον, auf alle Weise, Her. 1, 189. 199 u. Folgde, wie Plat. Prot. 322 c; τοῦτον τὸν τρόπον, Conv. 199 a; – κατὰ τρόπον, nach rechter Art, methodisch, Pol. 3, 7, 6 u. a. Sp.; – auch τρόπον τινά, Plut. Lys. 13, gewissermaßen, wie Alexis bei Stob. fl. 115, 7. – In der Musik = Tonart, Λυδίῳ ἐν τρόπῳ, Pind. Ol. 14, 17; ähnl. φιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπον, Aesch. Spt. 445; μουσικῆς τρόποι, Plat. Rep. IV, 424 c. – In der Rhetorik der umgewandte, uneigentliche, figürliche Ausdruck.
-
4 τρόπος
ο1) способ, приём; образ, манера; путь, средство;τρόπος παραγωγής — способ производства;
με τί τρόπο; — каким образом?;
με καινούργιο τρόπο — на новый лад, на новый манер;
με διαφορετικούς τρόπους — на разные лады;
2) образ, склад, характер;τρόπος ζωής ( — или του ζην) — образ жизни;
τρόπος της σκέψης — образ мыслей;
3) (материальные) возможности; средства;4) муз. лад;μείζων (ελάσσων) τρόπος — мажорный (минорный) лад;
§ κατ' αυτόν τον τρόπο — таким образом;
κατά κάποιο τρόπο — или τρόπον τινά — некоторым образом; — так сказать;
κατά τον ίδιο τρόπο — равным образом;
με κανένα τρόπο — или κατ' ούδένα τρόπρν — никоим образом;
με κάθε τρόπο — или διά παντός τρόπου — любым способом, во что бы то ли стало; — всеми средствами;
με τρόπο — осторожно, деликатно
-
5 τροπος
I.ὁ Hom. = τροπωτήρ См. τροπωτηρII.ὅ [τρέπω]1) направлениеπαντοίους τρόπους ἔχειν Her. — идти во всевозможных направлениях;
πάντα τρόπον Her. — по всем направлениям2) способ, образ, манера, лад(ποίῳ, τῷ или τίνι τρόπῳ и τίνα τρόπον; Trag., Plat., Arph.; ἄλλῳ τρόπῳ и ἄλλον τρόπον Thuc., Xen., Plat.)
θατέρου τρόπου Arph. — противоположным образом, напротив;παντὴ τρόπῳ, πάντα τρόπον, ἐκ παντὸς τρόπου и πάντας τρόπους Aesch., Xen., Plat. — всеми способами, всячески;καινὸν τρόπον Arph. — по-новому;χαλκοῦ τρόπον Aesch. — словно медь;εἰς и κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον Xen. — таким же образом;ἐν τῷ εἰωθότι τρόπῳ Plat. — обычным образом;κατὰ τρόπον Plat. — надлежащим образом (ср. 4);ἀπὸ τρόπου Plat. — неподобающим образом, некстати;ὅ τ. τῆς λέξεως Plat. — манера изъясняться, стиль речи3) характер, нрав(τ. ἀφιλάργυρος NT.)
οὐ τοὐμοῦ τρόπου Plat. — (это) не по мне;πρὸς τρόπου Plat. — по нраву (по вкусу);οὐκ ἦν πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου … Xen. — не в характере Кира было …4) обычай, обыкновениеπαρὰ τὸν τρόπον τινός Thuc. — против чьего-л. обыкновения;
κατὰ τρόπον Plat. — по обыкновению (ср. 2);ὥσπερ τ. ἦν αὐτοῖς Xen. — в соответствии с их обыкновением5) pl. образ действия, поведение Her.οὐκ ἐπαινεῖν τοὺς τρόπους τινός Soph. — не одобрять чьего-л. образа действий
6) муз. тонация, лад(τ. Λύδιος Pind.; μουσικῆς τρόποι Plat.)
7) рит. оборот (речи), троп -
6 παρά-τροπος
παρά-τροπος, 1) abgelenkt, abgewendet, verändert, entfremdet; εὐναί, Pind. P. 2, 35, der Schol. erkl. μοιχίδιοι καὶ τοῦ δέοντος παρατετραμμέναι; vgl. Opp. Hal. 1, 515, λεχέων δὲ παράτροπον αἰσαν ἔχουσιν, u. 4, 18, χρωτὸς δὲ παράτροπον ἄνϑος ἀμέρσαι; ungewöhnlich, Plut. Lys. 12. – 2) Bei Eur. Andr. 528 in activer Bdtg, abwendend, τί δ' ἐγὼ μόρου παράτροπον μέλος εὕρω, Schol. παρατροπικός.
-
7 φέρω
(αόρ. έφερα и έφερον, παθ. αόρ. (ε)φέρθηκα и εφέρθην) μετ.1) носить (одежду, украшения и т. п.);φέρ (την) στολή (τού) αξιωματικού1 — носить офицерскую форму;
φέρω όπλα — носить оружие;
2) перен. носить (имя и т. п.);φέρει το όνομα τού πάππου του — он носит имя своего деда;
φέρω επιγραφή — иметь надпись;
3) приносить; привозить;ποιός έφερε το γράμμα; кто принёс письмо?;να μού φέρεις την βαλίτσα — привези мой чемодан;
4) ввозить, импортировать;5) вести, приводить; направлять;πού φέρει αυτός ο δρόμος; — куда ведёт эта дорога?;
πού μας έφερες; куда ты нас привёл?;6) перен. приводить (в какое-л. состояние), доводить (до чего-л.);φέρ σε απόγνωση — доводить до отчаяния;
φέρω εις πέρας — доводить до конца, завершать;
7) приносить, давать (плоды — тж. перен.);φέρ αποτέλεσμα (κέρδος) — дать результат (выгоду);
8) вызывать, причинять;φέρω αηδία — вызывать отвращение;
φέρω πλήξη — вызывать скуку;
φέρω βλάβη — приносить вред;
φέρω πόνους — причинять боль;
φέρω όρεξη — возбуждать аппетит;
9) перен. приводить (пример и т. п.);φέρω αντίρρηση — приводить, выска- зывать возражения;
10) предлагать, представлять (на рассмотрение); вносить (предложение);§ φέρω (την) ευθύνη γιά... — нести ответственность за...;
(τό) φέρω βαρέως — тяжело переживать (что-л.); — быть глубоко задетым, обиженным;
τα φέρω δύσκολα — быть в нужде, в затруднении;
στη μνήμη μου — вызывать в памяти;σύρ' τα φέρ' τα хождение туда-сюда, взад-вперёд;βγω και φέρω — водить за нос;
την φέρω με τρόπο — начинать издалека;
φέρ' είπείν например;φέρε να ιδούμε — давай посмотрим;
ανθρώπων έκαστος δύο πήρας φέρει, την μεν εμπροσθεν, την δε όπισθεν — погов, чужие недостатки видней;
≈ в чужом глазу соринку замечаем, а у себя не видим и бревно;1) — вести себя; — держать себя; — поступать, обходиться (с кем-л.);φέρομαι
τρόπος τού φέρεσθαι — манера обращения, поведения;
μαθαίνω να φέρομαι — научиться вести себя;
φέρομαι πολύ άσχημα σε κάποιον — поступить скверно по отношению к кому-л., скверно обойтись с кем-л.;
2) идти, двигаться, направляться;πού φερόμαστε; куда мы идём?; 3) απρόσ. говорят, считают, что... -
8 τίς
B Interrog. Pron. τίς, Elean and [dialect] Lacon. τίρ (q.v.), τί:—gen. [dialect] Ep. and [dialect] Ion.τέο Il.2.225
, Herod.8.1, etc., orτεῦ Od.15.509
, Hdt.5.106, etc.; Trag. and [dialect] Att. , Ar.Nu. 1223, etc.; [dialect] Ion., Trag., and [dialect] Att.τίνος Simon.154
, Hdt.6.80, A.Pr. 563 (anap.), S.Aj. 892, Ar Ach. 588, etc.; dat. [dialect] Ion.τέῳ Hdt.1.11
, al. (as fem., 4.155); no dat. in Hom. or Hes.; Trag. and [dialect] Att.τῷ S.Ant. 401
, D.19.60, etc.; [dialect] Aeol.τίῳ Sapph.104
; τίνι first in Pi.N.7.57, A.Pers. 715 (troch.), S.OT10, Ar. Ach. 919, Hdt.3.38, Th.1.80, D.20.115, etc.; acc.τίνα Il.5.703
, etc.; neut.τί 1.362
, etc.: dual τίνε (elided) Ar.Av. 107: pl.. nom.τίνες Od. 1.172
, etc.; neut. , Aeschin.2.81, Hipparch.1.1.4, Gem.17.12, Ep.Hebr.5.12; gen. [dialect] Ep.τέων Il.24.387
, Od.20.192, and as monosyll. 6.119, 13.200; Trag. and [dialect] Att. , OC 2, Ar.Nu. 1089, etc.; dat. τίσι first in S.OT 1126, Ar.Ra. 1455, Pl.R. 332d, etc. (no dat. in Hom. or Hes.); also (anap.); [dialect] Ion.τέοισι Hdt.1.37
, cf. 2.82 (v.l. ὁτέοισι); [dialect] Aeol.τίοισι Sapph.168
; acc. , Ar.Av. 370 (troch.); neut.τίνα Arr.Epict.1.30.3
; [dialect] Boeot. τά Pi.O.1.82 (Adv.); Megar.σά Ar.Ach. 757
, 784 (Adv.): of the pl. Hom. uses only nom. τίνες with gen. τέων; ποῖος (what? which?) is sts. preferred (esp. in neut. pl.) to the Adj. τίς, e.g. τὰ ποῖα ταῦτα χρήματα; Ar.Nu. 1270, cf. 1337, Th. 621, Pl.Cra. 391e, 395d, 406d; v. ποῖος 1.3 and IV:I in direct questions, who? which? neut. what? which? ὦ ξεῖνοι, τίνες ἐστέ; Od.9.252; τί νύ μοι μήκιστα γένηται; 5.299; τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε; 17.446; τίς ἀχώ, τίς ὀδμὰ προσέπτα μ' ἀφεγγής; A.Pr. 115 (lyr.), cf. 561 (anap.), etc.; properly at the beginning of the sentence; but this position may be varied,a for grammatical reasons, as between the Art. and part. or noun, τοὺς τί ποιοῦντας τὸ ὄνομα τοῦτο ἀποκαλοῦσιν; X.Mem.2.2.1, cf. Pl.Smp. 206b; τῆς περὶ τί πειθοῦς ἡ ῥητορική ἐστιν τέχνη; Id.Grg. 454a; ὁ σοφιστὴς τῶν τί σοφῶν ἐστιν; Id.Prt. 312d.b for emphasis, ἃ δ' ἐννέπεις, κλύουσα τοῦ λέγεις; S.OC 412, cf. El. 1191; πόλις τε ἀφισταμένη τίς πω.. τούτῳ ἐπεχείρησε; Th.3.45; esp. when the Verb begins the sentence, δράσεις δὲ δὴ τί; E.HF 1246; ἦλθες δὲ κατὰ τί; Ar.Nu. 239; διαφέρει δὲ τί; D.18.205.--The person freq. follows in gen. pl., as τίς θεῶν; Il.18.182, etc.; and of things or conditions, τί is freq. with the genit. sg., of all genders, πρὸς τί χρείας; S.OT 1174; ἐλπίδων ἐς τί; Id.OC 1749 codd. (lyr.); , etc.2 sts. as the predicate, τίς ὀνομάζεται; what is he named? E.Ph. 123; so also may be expld. the union of τίς with a demonstr. or possess. Pron., or with a Noun preceded by the Art., τί τοῦτ' ἔλεξας; S.Ph. 1173 (lyr.); τί ἐστι τουτί; τίς ὁ τρόπος τοῦ τάγματος; Id.Ichn.114; also with Pron. in pl., τί ταῦτα; E.Ph. 382, Andr. 548, etc.; τί γὰρ τάδ' ἐστίν; Ar.Nu. 200; τί ποτ' ἐστίν, ἂ διανοούμεθα; Pl.Tht. 154e; τί ποτ' ἐστὶ ταῦτα; ib. 155c;σκεπτέον τί τὰ συμβαίνοντα Id.Grg. 508b
; so τί is used as predicate of a masc. or fem. subject, τί νιν προσείπω; A.Ch. 983(997); τί σοι φαίνεται ὁ νεανίσκος; Pl.Chrm. 154d:—also τίς δ' ὅδε Ναυσικάᾳ ἕπεται; who is this that follows N.? Od.6.276; τίς δ' οὗτος ἔρχεαι; Il.10.82, cf. Alc.84.1, S.El. 328, 388, Ant.7, 218, E.Hec. 501, Pl.Cri. 43c; and in the reverse order, τήνδε τίνα λεύσσω.. ; who is this I see? E.IA 821; τίνι οὖν τοιούτῳ φίλους ἂν θηρῴην; with what means of such kind.. ? X.Mem.3.11.9; τί τοσοῦτον νομίζοντες ἠδικῆσθαι; Id.Smp.4.53; τί με τὸ δεινὸν ἐργάσῃ; what is the dreadful thing which.. ? E.Ba. 492, cf. S.OC 598, 1488, etc.; τίν' ὄψιν σὴν προσδέρκομαι; what face is this I see of thine? E.Hel. 557; παρὰ τίνας τοὺς ὑμᾶς; who are 'you' to whom [I am to come]? Pl.Ly. 203b:—the Art. is exceptionally added to τίς, when it leads up to a word which requires the Art., ληφθήσει.. Πανήμου εἰκάδι· καὶ Λῴου τῇ--τίνι; τῇ δεκάτῃ on the twentieth of the month Panemus and of Loüs on the -- what day? the tenth, Call.Epigr.46:—in Com.also τὸ τί; what is that? Ar.Nu. 775, Pax 696, Av. 1039, Pl. 902, etc.; τοῦ τίνος χάριν; UPZ6.29 (ii B.C.); and with pl. Art., τὰ τί; Ar. Pax 693.3 with prop. names treated as appellatives (v. τις indef. 11.6b), τίς ἆρα Κύπρις ἢ τίς Ἵμερος; S.Fr. 874; τίς σε Θηρικλῆς ποτε ἔτευξε; Eub.43; τίς.. Χίμαιρα πύρπνοος; Anaxil.22.3.5 a question with τίς often amounts to a strong negation, τῶν δ' ἄλλων τίς κεν οὐνόματ' εἴποι; Il.17.260; τίς ἂν ἐξεύροι ποτ' ἄμεινον; Ar.Pl. 498; τίνες ἂν δικαιότερον.. μισοῖντο; Th.3.64, etc.6 sts. two questions are asked in one clause by different cases of τίς; ἡ τίσιν τί ἀποδιδοῦσα τέχνη δικαιοσύνη ἂν καλοῖτο; Pl.R. 332d;τί λαβόντα τί δεῖ ποιεῖν D.4.36
:—a like doubling of the question lies in the union of τίς with other interrog. words, τίς πόθεν εἰς ( εἶς codd.) ἀνδρῶν; Od.1.170, cf. S.Tr. 421.7 τίς with Particles:— τίς γάρ; why who? who possibly? τίς γάρ σε θεῶν.. ἧκεν; Il.18.182; v. infr. 8 f.b τίς δέ; ὦ κοῦραι, τίς δ' ὔμμιν.. πωλεῖται; h.Ap. 169.d τίς ποτε; who in the world? who ever? τίς ποτ' ὢν γενεὰν καὶ ποίαν τινὰ φύσιν ἔχων; X.Cyr.1.1.6, cf. S.El. 975; τίς δήποτε; Id.Fr. 106 (but τίς ἄν ποτε is prob. cj.).8 the usages of the neut. τί; are very various:a τί; alone, as a simple question, what? τί γάρ; A.Th. 336 (lyr.):—on ὅτι τί; ὅτι τί δή; ὅτι δὴ τί; v. ὅτι B. 1b; on ὡς τί; v. ὡς F.1.b τί τοῦτο; τί ταῦτα; v. supr. 2.c τί μοι; τί σοι; what is it to me? to thee? S.Ph.753, etc.; c. gen., τί μοι ἔριδος καὶ ἀρωγῆς; what have I to do with.. ? Il.21.360; τί δέ σοι ταῦτα; Ar.Lys.514, cf. Ec.521 (where the answerer repeats the question in indirect form, ὅ τί μοι τοῦτ' ἔστιν;) ; ἀλλὰ δὴ τί τοῦτ' ἐμοί; Diph.32.18; τί ἐμοὶ καὶ σοί; what have I to do with thee? LXX Jd.11.12, Arr.Epict.2.19.19, Ev.Jo.2.4; τί σοὶ καὶ εἰρήνῃ; LXX 4 Ki.9.18, cf. Ho.14.9; τί πρὸσσέ; M.Ant.8.44, cf.Ev.Matt.27.4; σοὶ δὲ καὶ τούτοισι τοῖσι πρήγμασι τί ἐστι; what have you to do with these matters? Hdt.5.33; τί τῷ νόμῳ καὶ τῇ βασάνῳ; D.29.36:—folld. by a clause, τί δὲ τίν, εἰ κωτίλαι εἰμές; Theoc.15.89; or with inf., τί γάρ μοι τοὺς ἔξω κρίνειν; 1 Ep.Cor.5.12:—v. εἰμί c.111.2.e τί; also often stands abs. as Adv. how? why? wherefore? Il.1.362, etc.; so too in [dialect] Att., Pl.Cri. 43c, etc.; δόμων γὰρ ζῶσι τῶνδε δεσπόται. Answ. τί ζῶσιν; how do you mean forsooth!E.
Alc. 806; Κιθαιρὼν--Answ. τί Κιθαιρών; what aboutK.? Id.Ba. 1177 codd., cf. 1182 (both lyr.); cf. τίη.f τί with Particles: - τί γάρ; why not? how else? and so it came to mean of course, no doubt, A.Ag. 1239, Ch. 880, Eu. 678, etc.; used in affirmative answers, Pl.Phdr. 258d, Tht. 209b, al.; to introduce an argument, Arist.Pol. 1281a14; v. γάρ 1.4:— τί δαί; v. δαί:— τί δέ; serving to pass on quickly to a fresh point, Pl.Hp.Ma. 288c, al.; τί δέ, εἰ.. ; but what, if.. ? E.Hel. 1043; τί δ' ἄν, εἰ.. ; Ar.Th. 773; τί δ' ἢν.. ; Id.Nu. 1444; τί δέ, εἰ μὴ.. ; what else but.. ? X.Oec.9.1, cf. S.OT 941, Ph. 421; so τί δὲ δή; τί δή; τί δή ποτε; why ever? why in the world? what do you mean? Pl.R. 470e, Grg. 469a, Sph. 241d, S.El. 1184:—so also τί δῆτα; how, pray? τί δῆτ' ἄν, εἰ.. ; Ar.Nu. 154:— ( τί μή; f.l. in S.Aj. 668):— τί μήν; i.e. yes certainly, much like τί γάρ; Pl.Tht. 162e, etc., prob. in S.Aj. 668:— τί μὴν οὔ; in reply to a question, Id.El. 1280 (lyr.):— τί νυ; why now? Il.1.414, etc.:— τί δ' οὔ; parenthetic, why not? as an affirmative answer, S.Ant. 460; τί οὐ καλοῦμεν; i.e. let us call, Ar.Lys. 1103; τί οὐ βαδίζομεν; etc., Pl.Prt. 310e, etc.:— τί οὖν; how so? making an objection, A.Th. 208; but τί οὖν ἔτ' ἂν σαίνοιμεν.. μόρον; ib. 704; τί οὖν οὐκ ἐρωτᾷς; Pl.Ly. 211d:— τί ποτε; v. τίπτε;g with Conjunctions following:—τί ὅτι.. ; why is it that.. ? Stratt.62 (f.l.), LXX Ge. 3.1, Ev.Luc.2.49, etc.:—with Conjunctions preceding, ἵνα τί; v. ἵνα B. 11.3 c.h with Preps.:— διὰ τί; wherefore? Ar.Pl. 1111, etc.:— ἐκ τίνος; from what cause? X.An.5.8.4:— ἐς τί; to what point? how long? Il.5.465; but also, to what end? S.Tr. 403, cf. OC 524 (lyr.):— κατὰ τί; for what purpose? Ar.Nu. 239:— πρὸς τί; wherefore? S.OT 766, 1027, etc.II τίς is sts. used for ὅστις in indirect questions,εἰρώτα δὴ ἔπειτα τίς εἴη καὶ πόθεν ἔλθοι Od.15.423
, cf. 17.368; ; οὐδ' ἔχω τίς ἂν γενοίμαν ib. 905 (lyr.);οὐκ ἔχω τί φῶ Id.Ch.91
, cf. S.OC48, etc.;ἐπισκεψώμεθα τίνες πέπανται σφενδόνας X.An.3.3.18
; εἰπὲ τίνα γνώμην ἔχεις ib.2.2.10; freq. in later Gr., where ὅστις is very rare,εἰς τὸ λογιστήριον γράφων.. τί ὀφείλεται PHib.1.29.42
(iii B.C.), cf. PCair.Zen. 21.40, al. (iii B.C.); οὐθεὶς ἐσήμηνεν παρὰ τί ἂν τοῖς προστεταγμένοις.. οὐ κατηκολούθησαν nobody indicated why they should not have obeyed orders, PTeb.72.160, cf. 61 (b). 227 (ii B.C.); ὅστις and τίς are sts. combined, , cf. A.Pr. 489 sq., 617, 623:—later with inf., τί πράττειν οὐκ ἔχω I do not know what to do, Aesop.67, cf. Ps.-Luc.Philopatr.29.b sts. not in indirect questions, whoever, whatever,αἰτοῦ τί χρῄζεις ἕν E.Fr.773.2
; ταῦτα οὐκ ἀπέστελλον πάντα, ἀλλ' ἐκλεγόμενοι τίνων αἱ τιμαὶ ἐπετέταντο whatever things had risen in price, D.56.24; τίνα δ' ἁ Κύπρις οὐκ ἐφίλησεν whomsoever K. has not loved, AP5.169 (Noss.); τίνι ἡ τύχη δίδωσι, λαβέτω Antiochusap.Ptol.Euerg.3 J.;λαμβανέτω τί θέλει AP12.219
(Strat.);τὰν ὀνάλαν κίς κε γινύειτει IG 9(2).517.22
(Larissa, iii B.C.); καὶ τί ἂν εἶ ( = ᾖ) λοιπόν ib.5(1).1390.50 (Andania, i B.C., nisi leg. καἴ τι ἂν, v. supr.A. 111.2e);τίς ἂν δὲ χεῖρα προσαγάγῃ Epigr.Gr.376a
([place name] Aezani);τίς σοφός, αὐτῷ προσκολλήθητι LXXSi.6.34
;οὐ τί ἐγὼ θίλω, ἀλλὰ τί σύ Ev.Marc.14.36
; τίς σοφίῃ πάντων πρῶτος, τούτου τρίποδ' αὐδῶ Orac. ap. D.S.9.3 et ap.D.L. 1.28 codd. (ὃς Cobet from Sch.Ar.Pl.9);χαῖρε καὶ σύ, τίς ποτ' εἶ IG9
(2).953 ([place name] Larissa), cf. CIG 1982 ([place name] Thessalonica); in other places, as S.El. 1176, Tr. 339, OT 1144, E. Ion 324, this constr. cannot be admitted.c τίς = ὅστις after a neg., μή τίς ἐστιν ἐν ὑμῖν ἀνὴρ ἢ γυνὴ.., τίνος ἡ διάνοια ἐξέκλινεν κτλ.; LXX De.29.18.d = ὅς orὅσπερ, τέων.. Ζεὺς ἐπὶ σαλπίγγων ἱρὰ βοῇ δέχεται Κᾶρες ὁμοῦ Λελέγεσσι Call.Aet.3.1.60
, cf. Del. 185, Epigr.30.2, Nic.Al.2;Δωροθέαν, τίς τὸν ἐμὸν ἄνδρα εἶχε Tab.Defix.Aud.10.4
(Cnidus, ii/i B.C.), cf. 5.2,8; , cf. 56 (Senatus consultum, Delph., ii B.C.);τίνα με ὑπονοεῖτε εἶναι, οὐκ εἰμὶ ἐγώ Act.Ap. 13.25
; τίς ἔζησεν ἔτη β who lived.., IG14.1560 ([place name] Rome), cf. 1391 (ibid.);εὗρον γεωργόν, τίς αὐτὰ ἑλκύσῃ BGU822.5
(ii/iii A.D.).2 τίς; τί; in direct or indirect questions may be construed with a part., σὺ δὲ τίς ὢν ταῦτα λέγεις; being who, i.e. who are you that.. ? Pl.Grg. 452a;ἐπειρέσθαι.. τίνες ἐόντες ἄνθρωποι.. ταῦτα προαγορεύουσι Hdt.1.153
; καταμεμάθηκας.. τοὺς τί ποιοῦντας τὸ ὄνομα τοῦτο ἀποκαλοῦσι; X.Mem.2.2.1; or in a subordinate clause, ἀλλ' ὅταν τί ποιήσωσι, νομιεῖς αὐτοὺς σοῦ φροντίζειν; ib.1.4.14; νῦν δ' ἐπειδὴ τίνος τέχνης ἐπιστήμων ἐστί, τίνα ἂν καλοῦντες αὐτὸν ὀρθῶς καλοῖμεν; Pl. Grg. 448c.IV τί as exclamatory Adv., how.. ! , cf. 4.10; τί θέλω how I wish! Ev.Luc.12.49; τί στενή v.l. in Ev.Matt.7.14.C Prosody: τις and τίς keep [pron. full] ῐ in all cases (digamma operates in Il.6.462, etc.).II τί was never elided; but hiatus is allowed after τί in [dialect] Ep. τί ἢ (v. τίη), also in Com., as τί οὐ; Ar.Av. 149; τί οὖν; Id.Pl.94; τί ἔστι; Id.Nu.82, Av. 1036; τί, ὦ πάτερ; Id.Nu. 80:—a licence which is rarer in Trag., τί ἔστιν; S.Ph. 733; τί οὖν; A.Th. 208, 704, Eu. 902, S.Aj. 873 (lyr.), Ph. 100, etc.; τί εἶπας; Id.Tr. 1203, Ph. 917. -
9 τάγμα
A ordinance, command, νόμου τ. Pl.Def. 414e; ἐκ δυοῖν τ. from a combination of two ordinances, Arist.Pol. 1294b6.III body of soldiers, division, brigade, X.Mem.3.1.11, PFrankf.7.5 (iii B.C.), Ph.Bel.96.48, 103.28, PRein.14.31 (ii B.C.), Plb.3.85.3, etc.IV order, rank, IG 14.757 ([place name] Naples); βουλευτικὸν τ. CIG 4411b5 ([place name] Cilicia); ἱππικὸν τ. ib.2803 ([place name] Aphrodisias);τὸ τ. τῶν γυμνασιάρχων POxy. 1252v
. 24 (iii A.D.); τοῦ πρώτου τ. IG42(1).81 (Epid., i A.D.): acc. τάγμα as Adv., CIG3765 (dub.), cf. IG14.748 ([place name] Naples).V generally, arrangement, of footprints, τίς ὁ τρόπος τοῦ τ.; S.Ichn.114; row of bricks, dub. in Alc.153.2 status,φύσεως τάγμα ἔχειν Epicur.Ep.1p.24U.
; function, Phld.Po.5 Fr.1; ἐν τ. γενόμενοι c. inf., being in a position to.., PLond.2.358.7 (ii A.D.). -
10 πορισμος
ὅ1) добывание, получение(τῶν ἐπιτηδείων Polyb.)
2) заработок, прибыль(πορισμοὴ δίκαιοι Plut.)
ὅ τρόπος τοῦ πορισμοῦ Plut. — способ наживать деньги3) приобретение(ἔστιν π. μέγας ἥ εὐσέβεια NT.)
-
11 προδίνω
(αόρ. πρόδωσα, παθ. αόρ. προδόθηκα) μετ.1) предавать, выдавать (кого-что-л.); изменять (кому-чему-л.);προδίν τον όρκον μου — нарушать клятву;
2) выдавать, разглашать (тайну и т. п.);3) выдавать, обнаруживать;ο τρόπος του προδίνει έλλειψη καλής ανατροφής — его манеры обнаруживают отсутствие хорошего воспитания
-
12 προβαίνω
προβαίνω, [tense] fut. - βήσομαι: [tense] pf. - βέβηκα: [tense] aor. 2 προὔβην, imper. πρόβᾱ, Ar.Ach. 262, E.Alc. 872 (lyr.), pl.A (lyr.), E. HF 1047 (lyr.): Hom. has only [tense] pf. and [tense] pres. part. προβιβάς (as if from βίβημἰ, Il.13.18, but προβιβῶντα (- τἰ (as if from βιβάὠ ib. 807, al. codd. (v. infr.); imper.προβιβάσθων Hsch.
; part. προβάοντε, read by Aristarch. for προβοῶντε, Il.12.277;προβῶντες Cratin.126
:— step forward, advance, κραιπνά, κοῦφα ποσὶ προβιβάς, Il.13.18, 158, Od.17.27; τὸν δ' ὦκα προβιβάντα (- βιβῶντα codd.)πόδες φέρον 15.555
; ὑπασπίδια προβιβάντι (- βιβῶντι codd.) Il.13.807, cf. 16.609;π. εὐθέσι τοῖς σκέλεσι Arist.HA 604b5
: c. acc. cogn.,οἵαν ὁδὸν ἁ δειλαιοτάτα π. E.Alc. 263
(lyr.); μέγα π. take a big stride forward, Hp.Art.60.b of hair, grow, Lib.Or.64.50.2 as a mark of Time, ἄστρα προβέβηκε they are far gone in heaven, i.e. it is past midnight. Il.10.252; ἡ νὺξ π. the night is wearing fast, X.An.3.1.13: hence of Time itself, τοῦ χρόνου προβαίνοντος as time went on, Hdt.3.53, 140; ; also τὰ μὲν προβέβηκεν the past, Thgn.583; προβαίνοντος τοῦ ἔργου, τοῦ πολέμου, Hdt.7.23, Plb.2.47.3;τοῦ κώθωνος εὖ μάλα προβεβηκότος Hegesand.21
; ἐκ τοῦ προβεβηκότος, e re nata, on the spur of the moment, Plb.7.12.2: of Age,προβήσεται ἡ ἡλικία X.Ap.6
; of persons, οἱ προβεβηκότες τῇ ἡλικίᾳ advanced in age, Lys.24.16, cf. D.S.12.18; π. τῶν ἡμερῶν, ταῖς ἡμέραις, LXX Jo.13.1, 23.1: abs.,οἱ π. Bato 7.9
, Luc.Nigr. 24;ἐπεὶ προέβη τοῖς ἔτεσιν Macho
ap.Ath.13.580c;προβεβηκότες ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν Ev.Luc.1.7
, cf. 18;ἡλικίας εἰς τὸ πρόσθε π. Pl.Ep. 325c
;π. εἰς πεντήκοντα ἔτη D.C.68.4
(nisi leg. προεβεβιώκεἰ.3 metaph. of narrative, argument, action, events,μὴ πέρα προβῇς λόγου Cratin.66
;προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου Hdt.1.5
;προβάς φησιν..
further on,Demetr.Lac.
Herc.1012.12, cf. Phld.Rh.1.87 S.;π. ἐκ τῶν κνημέων ἐς τοὺς μηρούς
went on..,Hdt.
6.75; προέβαινε τὸ ἔθνος ἄρχον καὶ ἐπιτροπεῦον the nation was organized in a series of overlordships and mandates, Id.1.134; ;π. ἐπ' ἔσχατον θράσους S.Ant. 853
(lyr.); ;ποῖ προβήσεται λόγος; E.Hipp. 342
;πέρας δὴ ποῖ κακῶν προβήσεται; Id.Or. 511
, cf. 749;τὸ τῆς τύχης ἀφανὲς οἷ προβήσεται Id.Alc. 785
;μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακόν Id.Med. 907
;τὸ ἔθος ἐπὶ πολὺ προβαίνει Aeschin.1.179
: impers., εἰς τοῦτο προβέβηκε ὥστε.. it has gone so far that..,Pl.Lg. 839c; π. πόρρω μοχθηρίας to be far gone in knavery, X.Ap.30;π. εἰς τοῦτο ἔχθρας ὥστε.. D.12.16
;εἰς ἀταξίαν Aeschin.3.38
;μέχρι τίνος Plb. 2.1.3
;ἐπὶ τὸ χεῖρον π. τὰ πράγματα Id.5.30.6
: in good sense, make progress,τοσοῦτον προβεβήκαμεν ὥστε.. Pl.Tht. 187a
; of an enterprise, prosper, succeed, BGU1209.10 (i B.C.), etc.II go before, i.e. be superior to, another,πολὺ προβέβηκας ἁπάντων σῷ θάρσει Il.6.125
;κράτεϊ 16.54
, cf. 23.890; δυνάμει τε καὶ αἰδοῖ Τρηχῖνος προβέβηκε by might and awe he is over, i.e. rules, Trachis, Hes. Sc. 355, cf. Call. Epigr.1.5.III c. acc. rei, overstep, τέρμα προβάς Pi N.7.71.IV with acc. of the instrum. of motion,πόδα π. Thgn.283
; , cf. Luc.Hist. Conscr.29;προβὰς δὲ κῶλον E.Ph. 1412
;ἀρβύλαν προβάς Id.Or. 1470
(lyr.); προβεβήκασι τὰ ἀριστερά have their left legs foremost (v.l. προβεβλήκασι, v. προβάλλω A. Il.1), Arist.IA 706a7;προβὰς τὸν πόδα τὸν ἀριστερὸν καὶ τὸν δεξιὸν ὑποβάς Poll.5.23
.V Causal, in [tense] fut. [voice] Act., move forward, advance, τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει [pron. full] [ᾱ]; Pi.O.8.63.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβαίνω
-
13 σημείωσις
A indication, notice, Plu.2.961c.II inference from a sign, Phld.Sign.2, al.; ὁ καθ' ὁμοιότητα τρόπος τῆς ς. ib.1; ὁ κατ' ἀνασκευὴν τρόπος τῆς ς. ib.31.2 Medic., remarking, observing of symptoms, Gal.19.394; used by the νεώτεροι for διάγνωσις acc. to Heliod. ap. Orib.45.16.4; later, examination, ἡ διὰ τοῦ πυρῆνος ς. Paul.Aeg.6.77.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σημείωσις
-
14 είμαι
1.1) быть, существовать; иметься; ποιός ξέρει, αν θα είμαστε τού χρόνου кто знает, доживём ли мы до следующего года; είναι φόβος να πεθάνει есть опасение, что он умрёт; δεν είναι τρόπος να πεισθεί его невозможно убедить; 2) быть, находиться; είναι εδώ он здесь; ήσουν μακρυά; ты был далеко?; είμασταν περίπατο мы гуляли; ήταν στα ξένα он был за границей; είναι με τίς παντούφλεο он в домашних туфлях;είμαι με το μέρος σου — я на твоей стороне, я с тобой;
3) быть, происходить; случаться;τί είναι εδώ; что здесь происходит?; τί ήτανε; что случилось?, что произошло?; 4) быть (в каком-л. состоянии, настроении и т. п.); πώς είσαστε; как вы поживаете?, как вы себя чувствуете?;είμαι καλά — я чувствую себя хорошо;
είναι θυμωμένος он сердит;είμαι στο κέφι — быть в настроении;
5) участвовать, принимать участие;ήταν κΓ αυτός στο αντάρτικο он тоже участвовал в партизанском движении; 6) быть включённым (в список и т. п.);δεν είμαι στον κατάλογο των προσκεκλημένων — я не включён в список приглашённых;
7) (με γεν.) а) принадлежать;τίνος είσαι συ; ты чей?; τίνος είναι η βάρκα; чья это лодка?; τό σπίτι είναι τού πατέρα μου это дом моего отца; είναι κι' αυτός της παρέας он тоже из этой компании; б) (о возрасте): πόσων χρονών (или ετών) είσαι; сколько тебе лет?;είμαι εικοσιτριών χρονών — мне двадцать три года;
8):είμαι από — происходить, вести свой род;
είμαι από φτωχή οικογένεια — я из бедной семьи;
από πού είσαι; ты откуда?;είμαι από τη Μόσχα — я из Москвы;
9):γιά... — а) собираться (куда-л. и т. п.);είμαι γιά Θεσσαλονίκη — я собираюсь в Салоники, мне надо ехать в Салоники;
είμαστε γιά φευγάλα мы думаем бежать, нам надо бежать;б) быть достойным (чего-л.); είσαι γιά φίλημα ты достоин поцелуя; είναι γιά γέλια он смешон; 2. (в качестве вспомогат. гл.) 1) (в знач связки) быть; являться;εγώ είμαι 5 — то я;
είμαι νέος — я молод;
είμαστε έτοιμοι мы готовы;είμαστε καμμιά εικοσαριά нас около двадцати человек; ποιός είσαι; кто ты?; τί είναι αυτός; кто он такой?; τί ώρα είναι; который час?; τί καιρός είναι; какая погода?; είναι ζέστη тепло; είναι ψύχρα холодновато; είναι δροσιά прохладно; είναι κρύο холодно; είναι χειμώνας зима; είναι πολύ πρωΐ ещё раннее утро; είναι κοσμοπλημμύρα очень много народа, огромное скопление народа; 2) (употр, для образования сложных форм страд, залога):θα είμαι πεσμένος στο κρεββάτι — я лягу спать;
3. (с зависимым наклонением означает):1) собираться, намереваться;είμαι να πάω εξοχή — я собираюсь поехать за город;
2) предполагаться;ήταν να γίνει η παράσταση, μα ανεβλήθη должно было состояться представление, но было отложено; 3) суждено; ήταν να σπάσει к' έσπασε ему суждено было разбиться, и он разбился; 4) можно..., следует...; είναι να τα λες αυτά; разве можно такие вещи говорить?; είναι να τραβάει κανείς τα μαλλιά του! это такой ужас!; είναι να τρελλαθεί κανείς! от этого можно с ума сойтиI, от этого голова кругом идёт!; 5) настало, наступило время; καιρός είναι να σταματήσει пора остановиться, перестать; είναι ώρα να φεύγουμε время уезжать (уходить);§ είμαι της γνώμης ότι... — я думаю, моё мнение таково, что...; — я полагаю, что...;
είμαι σε θέση να... — я в состоянии, я могу;
είμαι σε διάθεση σας — я к вашим услугам;
είσαι με τα καλά (или στα καλά) σου; ты в своём уме?;δεν είσαι με τα καλά σου ты с ума сошёл, ты не в своём уме; άς είναι пусть будет так; όπως και (или κι') άν είναι как бы то ни было; τό φόρεμα αυτό δεν είναι πλέον (или πιά) της μόδας эта одежда уже не в моде; είναι τρία χρόνια πού... три года прошло с тех пор, как...; είναι πολύς καιρός πού δεν μιλήσαμε давно мы с вами не беседовали; είναι στο χέρι μου это в моих руках, это зависит от меня; είμαστε γιά να 'μαστέ вот мы какие молодцы!; καί πού 'σαι ακόμα! и это ещё не всё!; и что ещё будет!; όπου (καί) να 'ναι скоро, в скором времени; вот-вот; να 'ταν (καί) να... если бы...; τί 'σαι συ και τί 'μαι γώ калина себя хвалила; αυτός είναι πού είναι он таков, каков он есть; έ, αυτός είναι κι' αν είναι ψεύτης большего лгуна и не сыщешь!; πες μου με ποιόν πας, να σού πώ ποιός είσαι скажи мне, кто твои друзья, и я скажу тебе, кто ты -
15 νῦν
A now, both of the present moment, and of the present time generally, οἳ ν. βροτοί εἰσιν mortals of our day, Il.1.272 ; so in [dialect] Ion. and [dialect] Att., οἱ ν. [ἄνθρωποι] men of the present day, Hdt.1.68 ;οἵ γε ν. Pi.O.1.105
, B.5.4, cf. Arist.Metaph. 1069a26 ; ὁ ν. τρόπος, τὸ ν. βαρβαρικόν, Th.1.6 ; Βοιωτοὶ οἱ ν. ib.12 ;ὁ ν. παρὼν χρόνος S.Tr. 174
, al., Pl.Prm. 141e ;ἡμέρα ἡ ν. S.OT 351
;νὺξ ἡ ν. Id.Ant.16
;ἡ ν. ὁδός Id.El. 1295
;τὸ ν.
the present,Arist.
Ph. 218a6, al. ;ἀπὸ τοῦ ν. Pl.Prm. 152c
, LXXGe.46.30, etc. ;ἀπὸ ν. AP5.40
(Rufin.) ;ἕως τοῦ ν. LXXGe.46.34
; μέχρι ν. (v.l. μ. τοῦ ν.) D.S.17.110 ; τὰ ν. simply, = ν., Hdt.7.104, E.Heracl. 641, etc. ;τό περ ν. Pi. N.7.101
;τὰ δὲ ν. S.OC 133
(lyr.) ;τὸ ν. εἶναι Pl.R. 506e
, X.Cyr.5.3.42, Arist.Ath.31.2 ;τὸ ν. ἔχον Act.Ap.24.25
.2 of the immediate past, just now, but now,ν. Μενέλαος ἐνίκησεν Il.3.439
, cf. 13.772, Od. 1.43, S.OC84, X.Cyr.4.5.48 ;ν. γοῦν ἐπεχείρησας Pl.R. 341c
;ἡλίκα ν. ἐτραγῴδει D.18.13
.3 of the future, presently,ν. αὖτ' ἐγχείῃ πειρήσομαι Il.5.279
, cf. 20.307, Od.1.200 ;ν. φεύξομαι, τόθ' ἁγνὸς ὤν E.El. 975
; cf. νῦν δή, νυνί.4 sts. opp. to what might have been under other circumstances, as it is (or was), as the case stands (or stood), as a matter offact,ν. δ' ὁ μὲν ὣς ἀπόλωλε Od.1.166
;εἰ μὲν ὑπώπτευον, οὐκ ἂν.. ἐποιούμην· ν. δὲ κτλ. Th.4.126
, cf. 1.122, 3.113, Pl. Cra. 384b, D.18.195, etc. ; καὶ ν. even so, X.An.7.4.24,7.7.17.5 coupled with other Particles,τὰ ν. γε S.Ph. 245
, etc. ;ν. γε μάν Pi. P.1.50
; ν. δή, v. h. v. : with other expressions of Time, ν... σήμερον, ν. ἡμέρη ἥδε, Il.7.29, 13.828 ;ν. ἤδη
henceforth,S.
Ant. 801 (anap.), etc. ;ν... ἄρτι
but now,Pl.
Cra. 396c.II enclit. (but see below) νυν, νυ. [νυ only [dialect] Ep., [dialect] Boeot., and Cypr. (also Arc. in ὅνυ, q. v.) ; νῠν twice in Hom., Il.10.105, 23.485 : ῡ?νῦνX in Trag. ([pron. full] ῡ A.Th. 242, 246, S.Ant. 705, E.Or. 1678, etc. ; [pron. full] ῠ S.Tr.92, E.Andr.91, etc.), [pron. full] ῡ in Com. (Ar.V. 1381, Pl. 975, al.), exc. Cratin.144, Ar.Th. 105 (lyr., citing Agatho), and perh. Nu.141 ; both quantities in τοίνυν, q.v.]1 rarely of Time, now, perh. so used in Il.10.105, cf. Parm.19.1, Pi. P.11.44, al., Epich.170.6.2 in [dialect] Ep. mostly as a particle of emphasis,ἧκε δ' ἐπ' Ἀργείοισι κακὸν βέλος· οἱ δέ νυ λαοὶ θνῇσκον Il.1.382
, etc.: freq. coupled with other Particles or Conjs.,ἦ ῥά ν. 4.93
;καί νύ κεν 3.373
; οὔ ν., μή νύ τοι, 10.165, 1.28 ; ἐπεί νύ τοι ib. 416 ;ὥς νύ περ 2.258
.3 in commands or entreaties,μή ν. μοι νεμεσήσετ' 15.115
: freq. with other Advbs., δεῦρό ν. come now ! 23.485 ;ἐνταῦθά ν. ὕβριζε A.Pr.82
, cf. Ar.Th. 1001, V. 149, Pl. 724 ; , V. 430, Pl. 316 : freq. with imper., φέρε ν. ib. 789 ; , V. 381 ;σπεῦδέ ν. Id.Pl. 414
;σίγαν. S.Aj.87
, Cratin.l.c. ;περίδου ν. Ar.Nu. 644
, cf. X.Cyr.5.3.21, etc. ;ὕφαινέ ν. B.18.8
; so in [dialect] Boeot.,ν. ἔνθω IG7.3172.88
(Orchom.) ; also in Cypr. with opt. in commands, δυϝάνοι ν., δώκοι ν., Inscr.Cypr.135.6,16 H. ([place name] Idalion).4 in questions, τίς ν. ; τί ν. ; who, what, why now? Il.5.373, 1.414,4.31 ; ἦ νυ.. ; Od.6.125. [In signf. I always perispom. In signf. II perispom. exc. when short, Hdn.Gr.2.39, al. ; enclit. when short, sts. in codd., as Il.23.485 (Pap. in AJP21.304, etc. ; oxyt. when = δή, Tyrannioap.Hdn.Gr.2.27 ; καθ' ὁμαλισμόν or κατ' ἔγκλισιν when=δή, Sch.Ar.Pl. 414, Sch.A.R.1.664). In codd. usu. perispom. in both senses, A.Pr.82, Th. 242, 246, S.Ant. 705,El. 324, Ar.Pl. 414, V. 758, 922, etc. ; even νῠν is written νῦν in codd. vett. Pi. passim, also in S.Aj.87, Tr.92, etc. ; hence νυν may freq. be restored where the sense requires it. The accent of τοίνῡ?νῦνXν perh. shows that both νῠν and νῡν could be enclitic.—Position: in signf. I νῦν can occupy any position ; in signf. II it prefers (like other enclitics, but also like ἄν, δέ, γάρ, etc.) the second place in the sentence, e.g.πρός νύν σε πατρός S.Ph. 468
, cf. OC 1333 ;ἀπό νύν με λείπετ' ἤδη Id.Ph. 1177
(lyr.) ;μετά νυν δός E.Supp.56
(lyr.) ; νυ (always enclitic) precedes other enclitics and allows only δέ to precede.] (Cf. Skt. nú, n[umacracute], nūnám, OE. nū 'now', etc.) -
16 παρατροπή
παρα-τροπή, ἡ,2 slight alteration, τοῦ ὀνόματος ib.376a, cf. Suid. s.v. χρεών; f.l. for παρεκτροπή, A.D.Synt.167.3;τρόπος ἐστὶ λόγος κατὰ παρατροπὴν τοῦ κυρίου λεγόμενος Trypho Trop.Praef.
II intr., deviation, τῆς ὁδοῦ ib.1106b ;εἰς τὸ νοσῶδες Apollon.
ap. Orib.7.19.5;εἰς τὸ παρὰ φύσιν Gal.18(1).181
.2 of the mind, aberration, error, Plu.2.40b, Iamb.Myst.3.25(pl.); perver sion, Plu.2.1104d.3 metaph., side-stream, Longin.13.3 (pl.); digression, Plu.2.855d(pl.), Luc.Dem.Enc.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρατροπή
-
17 προ-βαίνω
προ-βαίνω (s. βαίνω), wovon Hom. außer dem perf. noch das partic. praes. προβιβάς und προβιβῶν hat, – 1) vorschreiten, vorwärtsgehen, ἄστρα προβέβηκε, Il. 10, 252, κραιπνὰ ποσὶ προβιβάς, 18. 18, wie κοῠφα ποσὶ προβιβάς 158. u. öfter; ὑπασπίδια προβιβῶντος, 16, 609, wie 13, 807; τὸν δ' ὦκα προβιβῶντα πόδες φέρον, Od. 15, 555; οἵαν ὁδὸν προβαίνω, Eur. Alc. 264, u. oft allein; übertr. προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῠ λόγου, ich werde in der Erzählung weiter gehen, Her. 2, 5, μή πού τι προὔβης τῶνδε καὶ περαιτέρω, Aesch. Prom. 247, προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον ϑράσους, Soph. Ant. 846; auch von der Zeit. ὁ μὲν χρόνος δὴ διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι, Phil. 265; σκῆψιν ἔς τινα, Eur. Or. 747; μὴ πέρα προβῇς τῶνδε, Hipp. 504. ποῖ προβήσεται λόγος, 342; οὐκ ἄξιον περαιτέρω προβαίνειν, Plat. Phaedr. 239 d; εἰς τὸ πρόσϑεν, Rep. VIII, 604 b; ἡ νὺξ προβαίνει, Xen. An. 3, 1, 13; προβαίνοντος τοῠ πολέμου, Pol. 2, 47, 3, u. öfter. – Dah. 2) vorangehen, übertreffen, überlegen sein, mit dem gen. der Person, die man übertrifft, u. dem dat. der Sache, in der man übertrifft, νῠν γε πολὺ προβέβηκας ἁπάντων σῷ ϑάρσει, Il. 6. 125, wie 23. 890; ὅ τε κράτεϊ προβεβήκῃ, 16, 54; δυνάμει τε καὶ αἰδοῖ Τρηχῖνος προβέβηκε, durch Macht und Ehrfurcht, die er einflößt, ist er Trechis überlegen, d. i. herrscht er über Trechis, Hes. Sc. 355. Auch = überschreiten, τέρμα προβάς Pind. N. 7, 71. – 3) Fortgang haben, von Statten gehen, gelingen, μὴ προβαίη μεῖζον κακόν, Eur. Med. 907. τὸ τῆς τύχης ἀφανὲς οἷ προβήσεται, Alc. 788; προέβαινε τὸ ἔϑνος ἄρχον, das Volk machte Fortschritte in Befehlen, dehnte seine Macht aus, Her. 2, 5, τοσοῠτόν γε προβεβήκαμεν ὥςτε, Plat. Theaet. 187 a; ἐπεὶ ὁ λόγος παγκάλως προβέβηκε, Hipp. mai. 296 b; Xen., Oratt. u. Folgde; τὰ ἀσεβήματα μέχρι τίνος προὔβη, Pol. 2, 1, 3; ἐπὶ τὸ χεῖρον προὔβαινε τὰ πράγματα, 5, 30, 6. – Trans. τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει, vorwärts bewegen, bringen, Pind. Ol. 8, 63. – Anders πόδα τόνδε πρόβαινε, Theogn. 283; Μυκηνίδ' ἀρβύλαν προβάς, Eur. Or. 1470; προβὰς κῶλον δεξιόν, Phoen. 1421, eigtl. mit dem rechten Fuße vorgehen, den rechten Fuß vorsetzen; οὐκ ἂν προβαίην τὸν πόδα, Ar. Eccl. 161.
-
18 ῥυθμός
ῥυθμός, ὁ, ion. ῥυσμός, jede Bewegung, bes. wobei ein gewisses Maaß stattfindet. Dah. – 1) eigtl. das Zeitmaaß, der Takt, bei dem Tanz, der Musik, dem Versmaaß od. in sonst einer abgemessenen, taktmäßigen Bewegung, wofür auch wir das Wort Rhythmus brauchen; χορείας, Ar. Th. 955; πότερα περὶ μέτρων ἢ περὶ ἐπῶν ἢ ῥυϑμῶν, Nubb. 628, vgl. 637. 638; Plat. Conv. 187 b sagt ὥςπερ γε καὶ ὁ ῥυϑμὸς ἐκ τοῦ ταχέος καὶ βραδέος διενηνεγμένων πρότερον, ὕστερον δὲ ὁμολογησάντων γέγονε; τῇ τῆς κινήσεως τάξει ῥυϑμὸς ὄνομα εἴη, Legg. II, 655 a; βαίνειν ἐν ῥυϑμῷ, ib. 170 b; oft mit ἁρμονία verbunden, wie Conv. 187 c; ἐν ῥ υϑμῷ ὀρχεῖσϑαι, Xen. Cyr. 1, 3, 10 An. 5, 4, 14, der auch ῥυϑμοὺς σαλπίζειν vrbdt, 7, 3, 32, nach dem Takte blasen od. mit der Trompete den Takt angeben, womit Pol. 4. 20, 6 zu vergleichen: αὐλὸν καὶ ῥυϑμὸν εἰς τὸν πόλεμον ἀντὶ σάλπιγγος εἰςήγαγον οἱ Λακεδαιμόνιοι, Luc. ἐν ῥυϑμῷ ἔβαινε πρὸς αὐλόν, Prom. 6; auch οὐκ οἶδ' ὅπως ἐπλήγην ὑπὸ τοῠ ῥυϑμοῠ τῶν ὀνομάτων, vit. auct. 21, u. sonst; Plut. u. A. – Bes. bei sp. Rhett. u. Gramm. der Wohlklang der Rede, der Tonfall, der aus schönem Ebenmaaße der Sylben, Wörter u. Sätze entspringt. – 2) Gleichmaaß, Ebenmaaß des Raumes, richtiges, schönes Verhältniß der Theile, vgl. Xen. Mem. 3, 10, 10, wo vom ῥυϑμός der Harnische gesprochen wird, und es dem ἁρμόττοντας ποιεῖν entspricht; die nach einem bestimmten Ebenmaaße bestimmte Form oder Gestalt, γραμμάτων ῥυσμός, die Gestalt der Buchstaben, Her. 5, 38, wie von der Gestalt eines Trinkgefäßes Alexis bei Ath. III, 125 f; vgl. auch Theocr. 26, 23. – 3) überhaupt das rechte Maaß, σωζόμενον ῥυϑμόν, Aesch. Ch. 786. – Auch die Art u. Weise, die Gemüthsart, Theogn. 958, wo es mit ὀργή u. τρόπος verbunden ist; der Zustand des Menschen überhaupt, οἷος ῥυϑμὸς ἀνϑρώπους ἔχει, Archil. frg. 31, 7. – Proportion, Verhältniß, κατὰ τὸν αὐτὸν ῥυϑμὸν ἔχει, Plat. Legg. V, 728 f. – Es ist wohl von ῥέω abzuleiten oder mit ῥέπω, ῥομβέω verwandt. – [Die Attiker und die spätern Dichter brauchen die erste Sylbe nicht selten kurz.]
-
19 παλίντροπος
πᾰλίν-τροπος, ον,II turning back, π. ἕρπειν, στρέφεσθαι, S.Ph. 1222, E.HF 1069 (lyr.);π. ἐκ πολέμοιο AP9.61
;π. κέλευθος Parm.6.9
.2 changing to the other side, contrary,πλάστιγξ τοῦ βίου S.Fr.576.5
(s. v.l.);π. τῆς ἐλπίδος ἀποβαινούσης πρὸς τὰς ἐξ ἀρχῆς ἐπιβολάς Plb. 14.6.6
; π. ταῖς ἐξ ἀρχῆς ἐλπίσιν exactly contrary to their original expectations, Id.5.16.9, cf. 9.21.1;π. ποιῆσαι τὴν μάχην D.S. 15.85
, cf. App.Mith.88;π. ποιήσασθαι τὴν δίωξιν Onos.27
(v.l. παλίστροφον) ; τὸ π. τοῦ δαιμονίου changeableness, Id.35.4.III [voice] Act., turning to flight,νόημα B. 10.54
.IV v. παλίντονος 1.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλίντροπος
-
20 πραγματικός
A fit for action or business, businesslike, statesmanlike, later Greek for πρακτικός, βασιλεύς, ἄνδρες, Plb.7.11.2, 7.12.2, al.; pragmatici homines, men of the world, men of affairs, Cic.Att.2.20.1; wise and prudent men, Vett. Val.17.22; πραγματική, = ἐπιστήμη τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, Andronic. Rhod.p.574 M. Adv.- κῶς Cic.QF2.14.2
.2 Subst. πραγματικός, ὁ, agent, attorney, π. τῆς πόλεως, τοῦ νομοῦ, Inscr.Magn. 189 (ii A. D.), PAmh.2.107.15 (ii A. D.), cf. SIG888.101 (Scaptopara, iii A. D.).b Lat.pragmaticus, legal adviser, Cic.de Or.1.45.59, Quint. Inst.12.3.4, Juv.7.123.c civil official, opp.military officer, PTeb.58.18 (ii B. C.), OGI139.7 (Egypt, ii B. C.), 669.21, al. (ibid. i A.D.); civilian, opp. στρατιωτικός, Plb.14.1.13;ἱερόδουλοι καὶ π. τοῦ ἱεροῦ LXX 1 Es.8.22
.3 π. τύπος, νόμος, = Lat. pragmatica sanctio, Just.Nov.7.2.1, Cod.Just.1.3.38.6.II of things,1 of history, political (including military), Plb.1.2.8, 9.2.4, al., Plu.Galb.2, etc.; π. ἀποφάσεις political utterances, Plb.32.2.7.2 of speech or action, able, prudent, statesmanlike, ἔργον, λόγοι, Id.3.116.7, 36.5.1;τρόπος Id.23.5.5
; ὥστε μὴ ὑποπτεῦσαί τι περὶ αὐτοῦ πραγματικόν anything machiavellian, Id.30.27.2, cf.30.19.11. Adv.- κῶς Id.2.13.1
, al.; by statecraft, Id.31.10.6.III relating to subject-matter, opp. style, ὁ π. τόπος, opp. ὁ λεκτικός, D.H.Comp.1: [comp] Sup.,- ωτάτη εὕρεσις Hermog. Inv.1.1
.2 relating to fact, θεωρήματα, ζήτησις, Epicur.Nat.28 Fr.4 (p.5 V.), Demetr.Lac.Herc.1014.62;πίστις Syrian.in Hermog.
ip.57 R. (v.l.): -κή, ἡ, deliberation on matter of fact or on action, ib.iip.161 R.; π.ἔγγραφος, ἄγραφος, ib.p.162 R.b material (opp. formal, verbal),διαφωνία Simp. in Cael.640.28
. Adv.-κῶς, ζητεῖν Phld.Rh.2.238
S., cf. Plu.2.960b; διαφέρεσθαι ib.1113c; τὸ π. ἀπορούμενον difficulty arising from facts (opp. verbal), Simp.in Ph.1289.35: [comp] Sup.,ἐν τοῖς Στωικοῖς - ώτατα φιλοσοφῆσαι Porph.Abst.4.8
: opp. ψυχικῶς, στοιχειακῶς, Anon.in Westermann Mythogr.p.328.IV πραγματικόν, τό, in Magic, effective spell, PMag.Par.1.2432.V troublesome, formidable, of a citadel, Plb.4.70.10;λίαν δυσάλωτος καὶ π. πόλις Beros.
ap. J.Ap.1.20; of an attack, Plb.5.5.4;ἀήττητα καὶ π. πλήθη Id.1.35.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πραγματικός
См. также в других словарях:
τρόπος — ο, ΝΜΑ 1. μέσο, μέθοδος, είδος, σύστημα ενέργειας (α. «τρόπος διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με λόγο) ύφος, είδος έκφρασης 3. μτφ. συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο (α. «δεν … Dictionary of Greek
τρόπος — ο 1. σύστημα ενέργειας, μέθοδος, μέσο: Υπάρχει τρόπος να πετύχεις. 2. μτφ., διαγωγή, συμπεριφορά, φέρσιμο: Έχει καλούς τρόπους. 3. επιτηδειότητα, λεπτότητα, ικανότητα: Τα ζήτησε με τρόπο και τα πήρε. 4. περιουσία, χρήματα, το βιος: Έχει τον τρόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροπός — ο, ΝΑ ο τροπωτήρας αρχ. δοκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ τής ρίζας τού τρέπω. Ο τ. στη λήγουσα αναλογικά προς το τροφός) … Dictionary of Greek
κόσκινο του Ερατοσθένη — (Μαθημ.). Ο αλγόριθμος που επινόησε ο αλεξανδρινός μαθηματικός Ερατοσθένης (275 195 π.Χ.) για την εύρεση όλων των πρώτων αριθμών (αριθμοί που διαιρούνται ακριβώς μόνο από τον εαυτό τους και τη μονάδα) από το 1 έως το n (όπου n οποιοσδήποτε… … Dictionary of Greek
Αλτσχάιμερ, νόσος του- — (Alzheimer disease). Κατάσταση του ανθρώπινου οργανισμού κατά την οποία εκφυλίζονται νευρικά κύτταρα στον εγκέφαλο, προκαλώντας σταδιακή απώλεια μνήμης, σύγχυση και σωματική μεταβολή. Η ν.Α. ευθύνεται για το 55% όλων των περιστατικών άνοιας. Ο… … Dictionary of Greek
σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… … Dictionary of Greek
Λίπι, Φιλίπο — (Filippo Lippi, Φλωρεντία 1406 – Σπολέτο 1469). Ιταλός ζωγράφος. Μέχρι το 1431 ήταν μοναχός στη μονή των Καρμηλιτών. Τα νεανικά έργα του έχουν χαθεί (οι τοιχογραφίες στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου και στο δημαρχείο της Πάντοβα), γι’ αυτό και το … Dictionary of Greek
δίαιτα — Ονομασία των συνελεύσεων ορισμένων γερμανικών λαών (Φράγκων, Λογγοβάρδων κλπ.) και αργότερα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι οποίες λάμβαναν τις σοβαρότερες αποφάσεις για τη ζωή του κράτους (πόλεμος, ειρήνη, νόμοι, εκλογή βασιλιάδων κλπ.).… … Dictionary of Greek
λύδιος — α, ο (AM λύδιος, ία, ον, Α θηλ. και ος) [Λυδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυδία, αρχαία χώρα τής Μικράς Ασίας, ή προέρχεται από τη Λυδία, λυδικός 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Λύδιος, η Λυδία ο Λυδός, η Λυδή, αυτός ή αυτή που… … Dictionary of Greek
κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek